κινδυνευτικός: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κινδυνευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κινδυνεύω]]<br />αυτός που τείνει [[προς]] τις επικίνδυνες ενέργειες, ο [[ριψοκίνδυνος]]. | |mltxt=[[κινδυνευτικός]], -ή, -όν (Α) [[κινδυνεύω]]<br />αυτός που τείνει [[προς]] τις επικίνδυνες ενέργειες, ο [[ριψοκίνδυνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κινδῡνευτικός:''' бравирующий опасностями, рискующий собой Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A venturesome, adventurous, Arist.Rh.1367b4.
German (Pape)
[Seite 1439] zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνευτικός: -ή, -όν, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le danger.
Étymologie: κινδυνεύω.
Greek Monolingual
κινδυνευτικός, -ή, -όν (Α) κινδυνεύω
αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
κινδῡνευτικός: бравирующий опасностями, рискующий собой Arst.