κορυνήτης: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κορῠνήτης:''' -ου, ὁ, [[ραβδούχος]], [[ροπαλοφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κορῠνήτης:''' -ου, ὁ, [[ραβδούχος]], [[ροπαλοφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορῠνήτης:''' ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.
English (Autenrieth)
club-brandisher. (Il.)
Greek Monolingual
ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].
Greek Monotonic
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.