κολυμβητήρ: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
(21) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολυμβητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κολυμβώ]]<br />[[κολυμβητής]]. | |mltxt=[[κολυμβητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κολυμβώ]]<br />[[κολυμβητής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολυμβητήρ:''' ῆρος ὁ водолаз, пловец Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., A.Supp. 408.
German (Pape)
[Seite 1476] ῆρος, ὁ, = Folgdm; δίκην κολυμβητῆρος ἐς βυθὸν μολεῖν δεδορκὸς ὄμμα Aesch. Suppl. 403.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 408.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
plongeur, nageur.
Étymologie: κόλυμβος.
Greek Monolingual
κολυμβητήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κολυμβώ
κολυμβητής.
Russian (Dvoretsky)
κολυμβητήρ: ῆρος ὁ водолаз, пловец Aesch.