κυδέστερος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
(22)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />πιο [[ένδοξος]], πιο φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. [[κυδρός]], σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έστερος</i>].
|mltxt=[[κυδέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />πιο [[ένδοξος]], πιο φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. [[κυδρός]], σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έστερος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδέστερος:''' [compar. к [[κυδρός]] более славный (ἐλπίδες Polyb. - v. l. к [[ἐπικυδέστερος]]).
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1524] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδέστερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ κυδρός.

Greek Monolingual

κυδέστερος, -έρα, -ον (Α)
πιο ένδοξος, πιο φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος + κατάλ. -έστερος].

Russian (Dvoretsky)

κῡδέστερος: [compar. к κυδρός более славный (ἐλπίδες Polyb. - v. l. к ἐπικυδέστερος).