κυφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡφᾰγωγός:''' ὁ, αυτός που έχει [[χαμηλά]] το [[κεφάλι]] και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
|lsmtext='''κῡφᾰγωγός:''' ὁ, αυτός που έχει [[χαμηλά]] το [[κεφάλι]] και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡφᾰγωγός:''' adj. держащий голову вниз, с опущенной головой ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].

Greek Monotonic

κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰγωγός: adj. держащий голову вниз, с опущенной головой (ἵππος Xen.).