Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυπρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυπρίδιος]], -ία, -ον (AM) [[Κύπρις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Αφροδίτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο [[τρυφερός]].
|mltxt=[[κυπρίδιος]], -ία, -ον (AM) [[Κύπρις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Αφροδίτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο [[τρυφερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡπρίδιος:''' (ῐδ) любовный, нежный ([[ὄαροι]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Cypris;
2 p. ext. tendre, amoureux.
Étymologie: Κύπρις.

Greek Monolingual

κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) Κύπρις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη
2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.

Russian (Dvoretsky)

κῡπρίδιος: (ῐδ) любовный, нежный (ὄαροι Anth.).