λυχνόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(23)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυχνόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τη ζωή του [[κοντά]] στο φως του λύχνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιτό</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=[[λυχνόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τη ζωή του [[κοντά]] στο φως του λύχνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιτό</i>-<i>βιος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''λυχνόβιος:''' живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνόβῐος Medium diacritics: λυχνόβιος Low diacritics: λυχνόβιος Capitals: ΛΥΧΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: lychnóbios Transliteration B: lychnobios Transliteration C: lychnovios Beta Code: luxno/bios

English (LSJ)

ον,

   A living by lamplight, Senec.Ep.122.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.

Greek Monolingual

λυχνόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως του λύχνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος, λιτό-βιος)].

Russian (Dvoretsky)

λυχνόβιος: живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.