λυκεία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(23)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκεία]], ἡ (Α) [[λύκειος]]<br />[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου [[χάριν]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[λυκεία]], ἡ (Α) [[λύκειος]]<br />[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου [[χάριν]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''λῠκεία:''' ἡ шлем из волчьей шкуры Polyb.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκεία Medium diacritics: λυκεία Low diacritics: λυκεία Capitals: ΛΥΚΕΙΑ
Transliteration A: lykeía Transliteration B: lykeia Transliteration C: lykeia Beta Code: lukei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.

Greek Monolingual

λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

λῠκεία: ἡ шлем из волчьей шкуры Polyb.