λύθεν: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λύθεν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. αντί <i>ἐλύθησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. του [[λύω]]· <b>II.=λυθέν</b>, μτχ. ουδ. Παθ. αορ.
|lsmtext='''λύθεν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. αντί <i>ἐλύθησαν</i>, γʹ πληθ. Παθ. αορ. του [[λύω]]· <b>II.=λυθέν</b>, μτχ. ουδ. Παθ. αορ.
}}
{{elru
|elrutext='''λύθεν:''' эп. (= ἐλύθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к [[λύω]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λύθεν: Ἐπικ. γ΄ πληθ. παθητ. ἀόρ. α΄ τοῦ ῥήμ. λύω˙ - ἀλλὰ λυθέν, οὐδ. μετοχ. παθ. ἀόρ. α΄.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de λύω.

English (Autenrieth)

see λύω.

Greek Monotonic

λύθεν:I. Επικ. αντί ἐλύθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. του λύω· II.=λυθέν, μτχ. ουδ. Παθ. αορ.

Russian (Dvoretsky)

λύθεν: эп. (= ἐλύθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к λύω.