ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ, [[μάταιος]] [[κόπος]], που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
|lsmtext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ, [[μάταιος]] [[κόπος]], που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰταιοπονία:''' ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπονία Medium diacritics: ματαιοπονία Low diacritics: ματαιοπονία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: mataioponía Transliteration B: mataioponia Transliteration C: mataioponia Beta Code: mataioponi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιοπονία: ἡ напрасный труд Plut., Luc., Sext.