μεμηχανημένως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεμηχᾰνημένως:''' хитростью, коварно Eur.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηχᾰνημένως Medium diacritics: μεμηχανημένως Low diacritics: μεμηχανημένως Capitals: ΜΕΜΗΧΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēchanēménōs Transliteration B: memēchanēmenōs Transliteration C: memichanimenos Beta Code: memhxanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (μηχανάομαι)

   A by stratagem, E.Ion809.

German (Pape)

[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.

Greek Monolingual

μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].

Greek Monotonic

μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μεμηχᾰνημένως: хитростью, коварно Eur.