μελανότης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_12)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ [[μέλας]], «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ [[λευκότης]], Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9
|lstext='''μελᾰνότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ [[μέλας]], «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ [[λευκότης]], Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνότης:''' ητος ἡ чернота Arst.
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνότης Medium diacritics: μελανότης Low diacritics: μελανότης Capitals: ΜΕΛΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: melanótēs Transliteration B: melanotēs Transliteration C: melanotis Beta Code: melano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.244b17.

German (Pape)

[Seite 120] ητος, ἡ, die Schwärze, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ μέλας, «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνότης: ητος ἡ чернота Arst.