μετεξανίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ. | |lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεξανίσταμαι:''' переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A move from one place to another, Luc.Symp.13.
Greek (Liddell-Scott)
μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.
French (Bailly abrégé)
déplacer d’un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.
Greek Monotonic
μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).