μετεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μετεξανίσταμαι:''' Παθ., μετακινούμαι από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεξανίσταμαι:''' переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξανίσταμαι Medium diacritics: μετεξανίσταμαι Low diacritics: μετεξανίσταμαι Capitals: ΜΕΤΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metexanístamai Transliteration B: metexanistamai Transliteration C: meteksanistamai Beta Code: metecani/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A move from one place to another, Luc.Symp.13.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.

French (Bailly abrégé)

déplacer d’un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.

Greek Monotonic

μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).