Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσοπρόσωπος:''' -ον, αυτός που έχει [[μουσική]] όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' с лицом музы Anth.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοπρόσωπος Medium diacritics: μουσοπρόσωπος Low diacritics: μουσοπρόσωπος Capitals: ΜΟΥΣΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: mousoprósōpos Transliteration B: mousoprosōpos Transliteration C: mousoprosopos Beta Code: mousopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A musical-looking, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits d’une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.

Greek Monolingual

μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.

Greek Monotonic

μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μουσοπρόσωπος: с лицом музы Anth.