μουσοπρόσωπος

From LSJ

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοπρόσωπος Medium diacritics: μουσοπρόσωπος Low diacritics: μουσοπρόσωπος Capitals: ΜΟΥΣΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: mousoprósōpos Transliteration B: mousoprosōpos Transliteration C: mousoprosopos Beta Code: mousopro/swpos

English (LSJ)

μουσοπρόσωπον, musical-looking, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits d'une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

μουσοπρόσωπος: с лицом музы Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.

Greek Monolingual

μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.

Greek Monotonic

μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-πρόσωπος, ον
musical-looking, Anth.