μονορύχης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ.
|lsmtext='''μονορύχης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει με τη [[μία]] μόνο [[άκρη]] της δικέλλας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονορύχης:''' дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый ([[ὄρυξ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονορύχης Medium diacritics: μονορύχης Low diacritics: μονορύχης Capitals: ΜΟΝΟΡΥΧΗΣ
Transliteration A: monorýchēs Transliteration B: monorychēs Transliteration C: monorychis Beta Code: monoru/xhs

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.

Greek (Liddell-Scott)

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.

Greek Monolingual

μονορύχης και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)
(για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ορύχης (< ορύσσω)].

Greek Monotonic

μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει με τη μία μόνο άκρη της δικέλλας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μονορύχης: дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый (ὄρυξ Anth.).