μυρσίνα: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(26)
(3)
Line 5: Line 5:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρσίνα]] και μερσίνα, ἡ (Μ)<br />η [[μυρτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρσίνη]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>. Ο τ. <i>μερσίνα</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-].
|mltxt=[[μυρσίνα]] και μερσίνα, ἡ (Μ)<br />η [[μυρτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρσίνη]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>. Ο τ. <i>μερσίνα</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
{{elru
|elrutext='''μυρσίνα:''' ἡ дор. = [[μυρρίνη]].
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

English (Slater)

μυρςῐνα
   1 myrtle ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (cf. μύρτος) (I. 8.67)

Greek Monolingual

μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ)
η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε -α. Ο τ. μερσίνα, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].

Russian (Dvoretsky)

μυρσίνα: ἡ дор. = μυρρίνη.