ναυλόχιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(26) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναυλόχιον]], τὸ (Α) [[ναύλοχος]]<br />[[σταθμός]] πλοίων, [[λιμάνι]]. | |mltxt=[[ναυλόχιον]], τὸ (Α) [[ναύλοχος]]<br />[[σταθμός]] πλοίων, [[λιμάνι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυλόχιον:''' τό мор. место стоянки, рейд Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = ναύλοχος 11, Ar.Fr.78.
German (Pape)
[Seite 231] τό, Ankerplatz, Ar. bei Poll. 9, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ναυλόχιον: τό, = ναύλοχος, ΙΙ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 69.
Greek Monolingual
ναυλόχιον, τὸ (Α) ναύλοχος
σταθμός πλοίων, λιμάνι.
Russian (Dvoretsky)
ναυλόχιον: τό мор. место стоянки, рейд Arph.