νεκροκόσμος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(26) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεκροκόσμος]], -ον (Α)<br />αυτός που στολίζει τους νεκρούς για [[ταφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[στολισμός]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.]. | |mltxt=[[νεκροκόσμος]], -ον (Α)<br />αυτός που στολίζει τους νεκρούς για [[ταφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] «[[στολισμός]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεκροκόσμος:''' обряжающий покойников Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A laying corpses out for burial, Plu.2.994e (fort. -κόμοις).
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροκόμος, Plut. de esu carn. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκόσμος: -ον, ὁ κοσμῶν τοὺς νεκροὺς πρὸς ταφήν, νεκροκόμος, Πλούτ. 2. 994Ε (γράφεται καὶ νεκρόκοσμος).
Greek Monolingual
νεκροκόσμος, -ον (Α)
αυτός που στολίζει τους νεκρούς για ταφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + κόσμος «στολισμός». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
νεκροκόσμος: обряжающий покойников Plut.