μωλύτης: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(26)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μωλύτης]] και [[μωλυτής]], ὁ (Α) [[μωλύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σιγοβράζει<br /><b>2.</b> [[φλύαρος]], [[άνοστος]] [[πολυλογάς]]<br /><b>3.</b> [[μώλος]].
|mltxt=[[μωλύτης]] και [[μωλυτής]], ὁ (Α) [[μωλύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σιγοβράζει<br /><b>2.</b> [[φλύαρος]], [[άνοστος]] [[πολυλογάς]]<br /><b>3.</b> [[μώλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μωλύτης:''' ослабевший, изнуренный, обессилевший [[Timon]] ap. Diog. L.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, = μῶλυς, Timon. ep. (IX, 296) bei D. L. 7, 170.

Greek (Liddell-Scott)

μωλύτης: [ῡ], -ου, ὁ = μῶλυς, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 7. 170.

Greek Monolingual

μωλύτης και μωλυτής, ὁ (Α) μωλύω
1. αυτός που σιγοβράζει
2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς
3. μώλος.

Russian (Dvoretsky)

μωλύτης: ослабевший, изнуренный, обессилевший Timon ap. Diog. L.