μωλύτης
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 225] ὁ, = μῶλυς, Timon. ep. (IX, 296) bei D. L. 7, 170.
Russian (Dvoretsky)
μωλύτης: ослабевший, изнуренный, обессилевший Timon ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μωλύτης: [ῡ], -ου, ὁ = μῶλυς, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 7. 170.
Greek Monolingual
μωλύτης και μωλυτής, ὁ (Α) μωλύω
1. αυτός που σιγοβράζει
2. φλύαρος, άνοστος πολυλογάς
3. μώλος.