ὅκα: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅκᾰ:''' ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί [[ὅτε]], όπως [[πόκα]] αντί [[ποτέ]], σε Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὅκᾰ:''' ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί [[ὅτε]], όπως [[πόκα]] αντί [[ποτέ]], σε Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅκα:''' дор. = [[ὅτε]] I и II. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. for ὅτε, Ar.Lys.1251, SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), 241.145 (Delph.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Theoc.1.66 ; ἔστ' ὅκα· ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις, Hsch. :—also ὅκκᾰ (q. v.).
German (Pape)
[Seite 315] poet. ὅκκα, dor. = ὅτε, vgl. πόκα u. τόκα.
Greek (Liddell-Scott)
ὅκᾰ: Δωρ. ἀντὶ ὅτε, ὡς τὰ πόκα, τόκα ἀντὶ πότε, τότε, Ἀριστοφ. Λυσ. 1251, κτλ.· ὅκκᾰ, Μεγαρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 87., 4. 21· - παρὰ Θεοκρ. 8. 68., 11. 22, ἔνθα ὅκκᾱ, ὁ Meineke προτείνει ὅκκαν, ὡς ἐν Θεαγ. Πυθαγορ. παρὰ Στοβ. σ. 8. 40.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ὅτε.
Greek Monotonic
ὅκᾰ: ή ὅκκᾰ, Δωρ. αντί ὅτε, όπως πόκα αντί ποτέ, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὅκα: дор. = ὅτε I и II.