ὄλολυς: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
(6_14) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35. | |lstext='''ὄλολυς''': ὁ, [[ἄνθρωπος]] ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ [[γυναικώδης]] καὶ [[κατάθεος]] καὶ [[βάκηλος]]» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄλολυς:''' adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A effeminate, dissolute person (ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος Phot.), Anaxandr.34.4, Men.34. (On the accent, v. Hdn. Gr.2.938.)
German (Pape)
[Seite 326] ὁ, bezeichnet nach Phot. bei Menand. und Theopomp. τὸν γυναικώδη καὶ βάκηλον; vgl. Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d u. VI, 242 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολυς: ὁ, ἄνθρωπος ἐκτεθηλυμμένος καὶ διεφθαρμένος («ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος» Φώτ.), Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 373. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 32. 35.
Russian (Dvoretsky)
ὄλολυς: adj. m испускающий жалобные крики, плаксивый Men.