οἶσθα: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἶσθα:''' οἶσθας, βʹ ενικ. παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.) του *[[εἴδω]]Β.
|lsmtext='''οἶσθα:''' οἶσθας, βʹ ενικ. παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.) του *[[εἴδω]]Β.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶσθα:''' 2 л. sing. к [[οἶδα]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶσθα Medium diacritics: οἶσθα Low diacritics: οίσθα Capitals: ΟΙΣΘΑ
Transliteration A: oîstha Transliteration B: oistha Transliteration C: oistha Beta Code: oi)=sqa

English (LSJ)

οἶσθας,

   A v. Εἴδω B. ὀϊσθείς, v. οἴομαι.

German (Pape)

[Seite 312] du weißt, von οἶδα, s. ειδω.

Greek (Liddell-Scott)

οἶσθα: οἶσθας, ἴδε ἐν λ. *εἴδω Β.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. de οἶδα.

English (Autenrieth)

see εἴδω, II.

Greek Monotonic

οἶσθα: οἶσθας, βʹ ενικ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) του *εἴδωΒ.

Russian (Dvoretsky)

οἶσθα: 2 л. sing. к οἶδα.