ὀνομακλήδην: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), [[καλώ]] ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. [[nominatim]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὀνομακλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]), [[καλώ]] ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. [[nominatim]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνομακλήδην:''' adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (καλέω)
A calling by name, by name, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Od.4.278, v. ἐξονομακλήδην.
German (Pape)
[Seite 349] mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλήδην: Ἐπίρρ. (καλέω) ὀνομαστί, κατ’ ὄνομα, ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ὀδ. Δ. 278· πρβλ. ἐξονομακλήδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en désignant par son nom.
Étymologie: ὄνομα, καλέω, -δην.
English (Autenrieth)
adv., calling the name, by name.
Greek Monolingual
ὀνομακλήδην (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. κατ' όνομα, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὄνομα καλεῖν].
Greek Monotonic
ὀνομακλήδην: επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομακλήδην: adv. по именам, поименно (ὀνομάζειν Δαναῶν ἀρίστους Hom.).