παναληθής: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνᾰληθής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όλος [[αληθινός]], εντελώς [[αληθινός]], λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''πᾰνᾰληθής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όλος [[αληθινός]], εντελώς [[αληθινός]], λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰνᾰληθής:''' <b class="num">1)</b> вполне правдивый, говорящий совершенную правду ([[κακόμαντις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> истинный, подлинный, действительный ([[ἡδονή]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.
Greek Monolingual
παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.
Greek Monotonic
πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνᾰληθής: 1) вполне правдивый, говорящий совершенную правду (κακόμαντις Aesch.);
2) истинный, подлинный, действительный (ἡδονή Plat.).