ὀχή: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_9) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχή''': ἡ, (ἔχω) [[ὑποστήριγμα]], [[ὑποστήριξις]], Καλλ. Ἀποσπ. 484 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄγχη, πρβλ. [[ὄφις]]). 2) [[ὑποστήριξις]], [[τροφή]], Λυκόφρ. 482, Ἀθήν. 363Β. ΙΙ. = ὀχέα, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχή· (τρ)ώγλη. [[τροφή]]. καὶ [[ὄρος]] Εὐβοίας. καὶ [[τροχός]]». ΙΙΙ. = [[ὀχεία]], Ἄρατ. 1069. | |lstext='''ὀχή''': ἡ, (ἔχω) [[ὑποστήριγμα]], [[ὑποστήριξις]], Καλλ. Ἀποσπ. 484 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄγχη, πρβλ. [[ὄφις]]). 2) [[ὑποστήριξις]], [[τροφή]], Λυκόφρ. 482, Ἀθήν. 363Β. ΙΙ. = ὀχέα, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχή· (τρ)ώγλη. [[τροφή]]. καὶ [[ὄρος]] Εὐβοίας. καὶ [[τροχός]]». ΙΙΙ. = [[ὀχεία]], Ἄρατ. 1069. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχή:''' ἡ (про)питание, пища Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A prop, support, Call.Fr.anon.48 (in poet. form ὀκχή, cf. ὄφις). 2 support, food, Lyc.482, Ath.8.363b. II ὀχῆς contr. gen., for ὀχεῆς, v. ὀχεά. III = ὀχεία, Arat.1069.
German (Pape)
[Seite 429] ἡ, Unterhalt, Nahrung, Speise, wovon nach Ath. VIII, 363 b εὐωχεῖσθαι abgeleitet wurde; πύρνων ὀχή, Lycophr. 482. Auch = ὀχεία, Arat. 1069, u. = ὀχεά, ib. 956.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχή: ἡ, (ἔχω) ὑποστήριγμα, ὑποστήριξις, Καλλ. Ἀποσπ. 484 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄγχη, πρβλ. ὄφις). 2) ὑποστήριξις, τροφή, Λυκόφρ. 482, Ἀθήν. 363Β. ΙΙ. = ὀχέα, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχή· (τρ)ώγλη. τροφή. καὶ ὄρος Εὐβοίας. καὶ τροχός». ΙΙΙ. = ὀχεία, Ἄρατ. 1069.
Russian (Dvoretsky)
ὀχή: ἡ (про)питание, пища Anth.