παυσάνεμος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παυσάνεμος:''' αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, [[θυσία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''παυσάνεμος:''' αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, [[θυσία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παυσάνεμος:''' (ᾰν) унимающий ветры ([[θυσία]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.
Greek (Liddell-Scott)
παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).