περίθερμος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(32)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) αυτός που έχει εξαφθεί, ο [[χωρίς]] [[καθόλου]] [[ψυχραιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) αυτός που έχει εξαφθεί, ο [[χωρίς]] [[καθόλου]] [[ψυχραιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίθερμος:''' очень горячий, жаркий (τὸ [[πνεῦμα]] τοῦ λύκου Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθερμος Medium diacritics: περίθερμος Low diacritics: περίθερμος Capitals: ΠΕΡΙΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: períthermos Transliteration B: perithermos Transliteration C: perithermos Beta Code: peri/qermos

English (LSJ)

ου,

   A very hot, Thphr.Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.

German (Pape)

[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.

Russian (Dvoretsky)

περίθερμος: очень горячий, жаркий (τὸ πνεῦμα τοῦ λύκου Plut.).