πετρορριφής: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πετρορρῐφής:''' -ές ([[ῥίπτω]]), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ. | |lsmtext='''πετρορρῐφής:''' -ές ([[ῥίπτω]]), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πετρορρῐφής:''' сброшенный со скалы Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A hurled from a rock, π. θανεῖν E.Ion1222.
Greek (Liddell-Scott)
πετρορρῐφής: -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
précipité du haut d’un rocher.
Étymologie: πέτρος, ῥίπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο-ρριφής].
Greek Monotonic
πετρορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πετρορρῐφής: сброшенный со скалы Eur.