πλάξιππος: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος. | |elnltext=πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλάξιππος:''' дор. = [[πλήξιππος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.
English (Slater)
πλάξιππος, -ον
1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.
Greek Monotonic
πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος.
Russian (Dvoretsky)
πλάξιππος: дор. = πλήξιππος.