πόλεμόνδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόλεμόνδε:''' Επικ. πτόλ- ([[πόλεμος]])· επίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πόλεμόνδε:''' Επικ. πτόλ- ([[πόλεμος]])· επίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόλεμόνδε:''' эп. тж. [[πτόλεμόνδε]] adv. на войну, в бой Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. πτόλ-, Adv.
A into the fight, Il.2.872, al. II to the war, Od.11.448.
German (Pape)
[Seite 654] adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
Greek (Liddell-Scott)
πόλεμόνδε: Ἐπικ. πτόλ-, ἐπίρρ., πρὸς τὸν πόλεμον, εἰς τὴν μάχην, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
à la guerre avec mouv.
Étymologie: πόλεμος, -δε.
Greek Monolingual
επικ. τ. πτολεμόνδε, Α
1. προς τη μάχη
2. προς τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].
Greek Monotonic
πόλεμόνδε: Επικ. πτόλ- (πόλεμος)· επίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πόλεμόνδε: эп. тж. πτόλεμόνδε adv. на войну, в бой Hom.