πολυτρήρων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυτρήρων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολυτρήρων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτρήρων:''' ωνος adj. изобилующий голубями ([[Θίσβη]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρήρων Medium diacritics: πολυτρήρων Low diacritics: πολυτρήρων Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΡΩΝ
Transliteration A: polytrḗrōn Transliteration B: polytrērōn Transliteration C: polytriron Beta Code: polutrh/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A abounding in doves, Il.2.502,582.

German (Pape)

[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
abondant en pigeons.
Étymologie: πολύς, τρήρων.

English (Autenrieth)

ωνος: abounding in doves, Il. 2.502 and 582.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].

Greek Monotonic

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, άφθονος σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτρήρων: ωνος adj. изобилующий голубями (Θίσβη Hom.).