πόνηρος: Difference between revisions
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(33) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήρη, -ον, Α<br />(για [[σώμα]]) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, [[τυραννισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πονήρως</i><br />με πόνηρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πόνηρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]]) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην [[προπαραλήγουσα]], <i>πόνηρε</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>μόχθηρε</i>), [[πράγμα]] που οφείλεται [[είτε]] στη γενικότερη [[τάση]] αναβιβασμού του τόνου στην [[κλητική]] (<b>πρβλ.</b> [[Σωκράτης]] - <i>Σώκρατες</i>, [[γυνή]] - <i>γύναι</i> <b>κ.τ.ό.</b>) [[είτε]] σε λόγους εμφάσεως]. | |mltxt=-ήρη, -ον, Α<br />(για [[σώμα]]) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, [[τυραννισμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πονήρως</i><br />με πόνηρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πόνηρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]]) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην [[προπαραλήγουσα]], <i>πόνηρε</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>μόχθηρε</i>), [[πράγμα]] που οφείλεται [[είτε]] στη γενικότερη [[τάση]] αναβιβασμού του τόνου στην [[κλητική]] (<b>πρβλ.</b> [[Σωκράτης]] - <i>Σώκρατες</i>, [[γυνή]] - <i>γύναι</i> <b>κ.τ.ό.</b>) [[είτε]] σε λόγους εμφάσεως]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόνηρος:''' атт. v. l. = [[πονηρός]] I, 1. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 02:32, 1 January 2019
Greek Monolingual
-ήρη, -ον, Α
(για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος.
επίρρ...
πονήρως
με πόνηρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και μόχθηρε), πράγμα που οφείλεται είτε στη γενικότερη τάση αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (πρβλ. Σωκράτης - Σώκρατες, γυνή - γύναι κ.τ.ό.) είτε σε λόγους εμφάσεως].
Russian (Dvoretsky)
πόνηρος: атт. v. l. = πονηρός I, 1.