προδείελος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προδείελος:''' -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[πριν]] το [[απόγευμα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''προδείελος:''' -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει [[πριν]] το [[απόγευμα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προδείελος:''' предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A before evening, π. ἔστιχεν Theoc.25.223.
German (Pape)
[Seite 714] vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.
Greek (Liddell-Scott)
προδείελος: -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait ou se fait avant le coucher du soleil.
Étymologie: πρό, δείελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].
Greek Monotonic
προδείελος: -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προδείελος: предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.