προσανέρπω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσανέρπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσανέρπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσανέρπω:''' вползать наверх (τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A creep up to, τῷ τραχήλῳ Plu.Them.26.
German (Pape)
[Seite 750] daran hinauskriechen, τῷ τραχήλῳ, Plut. Themist. 26.
Greek (Liddell-Scott)
προσανέρπω: ἀνέρπω, πρός..., τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Θεμιστ. 26.
French (Bailly abrégé)
monter en rampant, se glisser peu à peu jusqu’à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνέρπω.
Greek Monolingual
Α
ανεβαίνω κάπου έρποντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω].
Greek Monotonic
προσανέρπω: μέλ. -ψω, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσανέρπω: вползать наверх (τινί Plut.).