προσορέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσορέγομαι:''' простирать (с мольбой) руки, настойчиво просить (τινι Her.).
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 775] den. pass., sich wonach ausstrecken, sich einem Orte, einer Person nähern, sie für sich zu gewinnen suchen, ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ, Her. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

tendre les mains vers, presser vivement, τινι.
Étymologie: πρός, ὀρέγω.

Greek Monotonic

προσορέγομαι: Μέσ., εκτείνομαι προς τα εμπρός, λαχταρώ, τινί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσορέγομαι: простирать (с мольбой) руки, настойчиво просить (τινι Her.).