πρόωσις: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6_9) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόωσις''': ἡ, ([[προωθέω]]) τὸ ὠθεῖν πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 14, 15, π. Κόσμ. 4, 31, Θεόφρ., κλπ.· συνῃρ. πρῶσις παρ’ Ἡσυχ. | |lstext='''πρόωσις''': ἡ, ([[προωθέω]]) τὸ ὠθεῖν πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ [[μακράν]], Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 14, 15, π. Κόσμ. 4, 31, Θεόφρ., κλπ.· συνῃρ. πρῶσις παρ’ Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόωσις:''' εως ἡ толчок, нажим Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (προωθέω)
A pushing forward, propulsion, Arist. Cael.297b13, Mu.396a8, Thphr.HP3.6.3, etc.; extrusion of calculi, Aret.CA2.8; contr. πρῶσις, prob. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 801] ἡ, das Vorwärtsstoßen, Arist. mund. 4, 31.
Greek (Liddell-Scott)
πρόωσις: ἡ, (προωθέω) τὸ ὠθεῖν πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ μακράν, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 14, 15, π. Κόσμ. 4, 31, Θεόφρ., κλπ.· συνῃρ. πρῶσις παρ’ Ἡσυχ.
Russian (Dvoretsky)
πρόωσις: εως ἡ толчок, нажим Arst.