σάλη: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(36)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, [[σαλέη]], και δωρ. τ. [[σάλα]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[φροντίς]]»<br /><b>2.</b> «[[βλάβη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' [[απόσπαση]]) από το σύνθ. <i>ἀ</i>-<i>σαλής</i> «αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]]» (<span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]])].
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, [[σαλέη]], και δωρ. τ. [[σάλα]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[φροντίς]]»<br /><b>2.</b> «[[βλάβη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' [[απόσπαση]]) από το σύνθ. <i>ἀ</i>-<i>σαλής</i> «αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]]» (<span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''σάλη:''' дор. [[σάλα]] (σᾰ) ἡ волнение Aesch.
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλη Medium diacritics: σάλη Low diacritics: σάλη Capitals: ΣΑΛΗ
Transliteration A: sálē Transliteration B: salē Transliteration C: sali Beta Code: sa/lh

English (LSJ)

Dor. σάλα, ἡ,

   A = φροντίς (cf. σάλος 11.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch.    II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.

Greek (Liddell-Scott)

σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.

Greek Monolingual

και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. -σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. - + σάλος)].

Russian (Dvoretsky)

σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.