σιγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑγᾰλέος:''' α, ον, ([[σιγή]]), [[σιωπηλός]], [[σιγανός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῑγᾰλέος:''' α, ον, ([[σιγή]]), [[σιωπηλός]], [[σιγανός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑγᾰλέος:''' безмолвный Anth.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾰλέος Medium diacritics: σιγαλέος Low diacritics: σιγαλέος Capitals: ΣΙΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: sigaléos Transliteration B: sigaleos Transliteration C: sigaleos Beta Code: sigale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A silent, still, AP7.597 (Jul.), Orph.A. 1003, etc.

German (Pape)

[Seite 877] schweigend, schweigsam, stille, Iul. Aeg. 41 (VII, 597).

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾰλέος: -α, -ον, σιωπηλός, ἥσυχος, Ἀνθ. Π. 7. 597, Ὀρφ. Ἀργ. 1001, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
silencieux.
Étymologie: σιγή.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
σιωπηλός, ήσυχος.
επίρρ...
σιγαλέως Α
σιωπηλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -αλέος (πρβλ. ταρβ-αλέος)].

Greek Monotonic

σῑγᾰλέος: α, ον, (σιγή), σιωπηλός, σιγανός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῑγᾰλέος: безмолвный Anth.