σκαλαθυρμάτιον: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(37) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], -<i>ύρματος]]<br />(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική [[λεπτολογία]], [[μικρολογία]]. | |mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], -<i>ύρματος]]<br />(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική [[λεπτολογία]], [[μικρολογία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον:''' (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.),
A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.
German (Pape)
[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.