σκύτευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(37) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[πράξη]] του [[σκυτεύω]], η [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]]. | |mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[πράξη]] του [[σκυτεύω]], η [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκύτευσις:''' εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.
Greek (Liddell-Scott)
σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.
Russian (Dvoretsky)
σκύτευσις: εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst.