σκυλακεία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῠλᾰκεία:''' ἡ, [[εκτροφή]] σκύλων, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σκῠλᾰκεία:''' ἡ, [[εκτροφή]] σκύλων, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠλᾰκεία:''' ἡ забота, уход (за молодыми собаками) (κυνῶν σκυλακεῖαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκεία Medium diacritics: σκυλακεία Low diacritics: σκυλακεία Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: skylakeía Transliteration B: skylakeia Transliteration C: skylakeia Beta Code: skulakei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A breeding of dogs, Plu.Cat.Ma.5, Poll.5.51.

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, das Hundehalten od. -pflegen, die Hundezucht, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλακεία: ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, Πολυδ. Ε΄ , 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éducation de jeunes chiens.
Étymologie: σκύλαξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυλακεύω
εκτροφή σκύλων.

Greek Monotonic

σκῠλᾰκεία: ἡ, εκτροφή σκύλων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκῠλᾰκεία: ἡ забота, уход (за молодыми собаками) (κυνῶν σκυλακεῖαι Plut.).