σπατάγγης: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ο [[σπάταγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σπάω]] / <i>σπῶ</i> «ρουφώ, [[πιπιλίζω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />ο [[σπάταγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σπάω]] / <i>σπῶ</i> «ρουφώ, [[πιπιλίζω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾱτάγγης:''' ου, v. l. σπάταγγος ὁ зоол. спатанг (разновидность морского ежа) Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπατάγγης Medium diacritics: σπατάγγης Low diacritics: σπατάγγης Capitals: ΣΠΑΤΑΓΓΗΣ
Transliteration A: spatángēs Transliteration B: spatangēs Transliteration C: spataggis Beta Code: spata/gghs

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A sea-urchin, Sophr.102, Ar.Fr.409, Arist.HA530b4; πάταγγας acc. pl., Poll.6.47 (v.l. πάταγα, παταγας).

Greek (Liddell-Scott)

σπατάγγης: -ου, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
1 sorte d’oursin, poisson;
2 p. anal. sexe de la femme (AR, fr. 409).
Étymologie: DELG emprunt prob.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ο σπάταγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σύνδεση της λ. με το ρ. σπάω / σπῶ «ρουφώ, πιπιλίζω» δεν θεωρείται πιθανή].

Russian (Dvoretsky)

σπᾱτάγγης: ου, v. l. σπάταγγος ὁ зоол. спатанг (разновидность морского ежа) Arph., Arst.