σιδηροβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ [[ξύλον]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] «[[γεμίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χθονο</i>-<i>βριθής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ [[ξύλον]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] «[[γεμίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χθονο</i>-<i>βριθής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροβρῑθής:''' отягченный железом: σιδηροβριθὲς [[ξύλον]] Eur. = [[λόγχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A ironloaded, ξύλον E.Fr.531.
German (Pape)
[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονο-βριθής].
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.