στρεψίκερως: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(38)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]) συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιγό</i>-<i>κερως</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strepsiceros</i>].
|mltxt=-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]) συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιγό</i>-<i>κερως</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>strepsiceros</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''στρεψίκερως:''' ωτος ὁ или ἡ (лат. [[addax]]) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψίκερως Medium diacritics: στρεψίκερως Low diacritics: στρεψίκερως Capitals: ΣΤΡΕΨΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: strepsíkerōs Transliteration B: strepsikerōs Transliteration C: strepsikeros Beta Code: streyi/kerws

English (LSJ)

[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African

   A antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.

Greek Monolingual

-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ
ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].

Russian (Dvoretsky)

στρεψίκερως: ωτος ὁ или ἡ (лат. addax) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.