συναρμοττόντως: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze. | |elnltext=συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναρμοττόντως:''' надлежащим образом Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv. pres. part. of sq.,
A fittingly, Pl.Lg.967e.
German (Pape)
[Seite 1004] adv. part. von συναρμόττω, passend, Plat. Legg. XII, 967 e.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοττόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze.
Russian (Dvoretsky)
συναρμοττόντως: надлежащим образом Plat.