συνεπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(39)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιρρέω]]<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συντελώ]], [[συμβάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιρρέω:''' одновременно стекать, растекаться Plut.
}}
}}

Revision as of 04:15, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

   A flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιρρέω
1. τρέχω προς ένα σημείο μαζί με άλλον
2. εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
μσν.
μτφ. συντελώ, συμβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέω: одновременно стекать, растекаться Plut.