συνεξορθιάζω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(39)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(πιθ. γρφ. στον <b>Πλούτ.</b>) [[διεγείρω]] ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξορθιάζω]] «[[φωνάζω]] [[δυνατά]], έχω [[κάτι]] όρθιο» (<b>βλ. λ.</b> [[εξορθιάζω]])].
|mltxt=Α<br />(πιθ. γρφ. στον <b>Πλούτ.</b>) [[διεγείρω]] ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξορθιάζω]] «[[φωνάζω]] [[δυνατά]], έχω [[κάτι]] όρθιο» (<b>βλ. λ.</b> [[εξορθιάζω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεξορθιάζω:''' досл. одновременно поднимать, перен. возбуждать Plut.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξορθιάζω Medium diacritics: συνεξορθιάζω Low diacritics: συνεξορθιάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: synexorthiázō Transliteration B: synexorthiazō Transliteration C: syneksorthiazo Beta Code: sunecorqia/zw

English (LSJ)

   A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.

French (Bailly abrégé)

redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].

Russian (Dvoretsky)

συνεξορθιάζω: досл. одновременно поднимать, перен. возбуждать Plut.