τέκνωμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Α [[τεκνῶ]]<br /><b>μτφ.</b> [[γέννημα]], [[δημιούργημα]] («[[τέκνωμα]] τοῡ πόνου [[κλέος]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=το, Α [[τεκνῶ]]<br /><b>μτφ.</b> [[γέννημα]], [[δημιούργημα]] («[[τέκνωμα]] τοῡ πόνου [[κλέος]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''τέκνωμα:''' ατος τό порождение, плод (τοῦ πόνου Aesch.).
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέκνωμα Medium diacritics: τέκνωμα Low diacritics: τέκνωμα Capitals: ΤΕΚΝΩΜΑ
Transliteration A: téknōma Transliteration B: teknōma Transliteration C: teknoma Beta Code: te/knwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωμα: τό, τέκνον· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου κλέος, τέκνον τοῦ πόνου εἶναιφήμη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a.

Greek Monolingual

το, Α τεκνῶ
μτφ. γέννημα, δημιούργηματέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

τέκνωμα: ατος τό порождение, плод (τοῦ πόνου Aesch.).